- Αλεξανδρουπόλεως, επαρχία
- Παλαιότερη διοικητική διαίρεση (1.107 τ. χλμ.) του νομού Έβρου, με έδρα την Αλεξανδρούπολη, που καταργήθηκε μετά την εφαρμογή του σχεδίου Καποδίστριας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτοκαρυά — Ονομασία επτά οικισμών. 1. Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 4.225 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, κοντά στην ακτή, 26 χλμ. ΝΑ της Κατερίνης. Αποτελεί έδρα του δήμου Ανατολικού Ολύμπου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ … Dictionary of Greek
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
μηλέα — Ονομασία δεκαεπτά οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 93 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Μάκρη — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 30 μ.) του Ιονίου πελάγους, στη συστάδα των Εχινάδων, στις εκβολές του Αχελώου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 175 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
δίκελλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή του νομού, 19 χλμ. Δ της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως. * * * και… … Dictionary of Greek
Ατάρνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 74 κάτ.), στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως … Dictionary of Greek
θεοτόκος — I Χριστιανική προσωνυμία της Μαρίας, μητέρας του Ιησού, που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότατη παράδοση της Εκκλησίας και κυρίως στην Καινή Διαθήκη. Η προσωνυμία αυτή γενικεύτηκε στις τάξεις των χριστιανών τον 4ο αι., όταν διάφοροι αιρετικοί… … Dictionary of Greek
Δωρικό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 327 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Βρίσκεται 19 χλμ. Β της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τραϊανουπόλεως. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
κίρκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται ως μάγισσα, η οποία κατοικούσε στο νησί Αιαίη. Ήταν κόρη του Ήλιου και της Ωκεανίδας Περσηίδας, αδερφή του Αιήτη και της Πασιφάης. Μεταμόρφωσε σε ζώα (Οδύσσεια, Κ 135 και εξής), όπως το… … Dictionary of Greek